μπηχτή, η, ουσ. [θηλ. του επιθ. μπηχτός]. 1. (στη γλώσσα της αργκό) υπαινιγμός με ειρωνική, επιτιμητική ή και επιθετική διάθεση, ή και κακόβουλος υπαινιγμός που διατυπώνεται επιτήδεια: «άσε τις μπηχτές και μίλα ντόμπρα και σταράτα». (Λαϊκό τραγούδι: εχτές μου ήρθε μια μπηχτή, πως την κάνανε με άλλον τσακωτή). 2. (στη γλώσσα της αργκό) γροθιά ή μαχαιριά που δίνεται στον αντίπαλο με ύπουλο τρόπο: «μπήκα στη μέση να τους χωρίσω κι άρπαξα κι εγώ μια μπηχτή || του ’δωσε μια μπηχτή και τον ξάπλωσε στο χώμα»·
- έριξε την μπηχτή του, υπαινίχθηκε επιτήδεια κάτι εναντίον κάποιου: «όση ώρα μιλούσε για τον τάδε, τον παίνευε, αλλά στο τέλος έριξε την μπηχτή του για κείνη την κατάχρηση που είχε κάνει, όταν ήταν νέος»· 
- πετώ μια μπηχτή, υπαινίσσομαι επιτήδεια κάτι εναντίον κάποιου: «πέταξε μια μπηχτή για τη διαγωγή της γυναίκας του τάδε και τον έκανε άνω κάτω τον άνθρωπο!»·